μαξιλάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαξιλάρι τα μαξιλάρια
      γενική του μαξιλαριού των μαξιλαριών
    αιτιατική το μαξιλάρι τα μαξιλάρια
     κλητική μαξιλάρι μαξιλάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κρεβάτι με σεντόνια και μαξιλάρια.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαξιλάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαξιλάρι, (μαξιλάριν) / μαξιλ(λ)άριον < λατινική maxillaris (του σαγονιού) < maxilla (σαγόνι) < mala (σαγόνι, μάγουλο) < → και δείτε  maxilla στο αγγλικό Βικιλεξικό

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ma.ksiˈla.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐ξι‐λά‐ρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαξιλάρι ουδέτερο

  1. αντικείμενο γεμισμένο από μαλακό υλικό (π.χ. υαλοβάμβακα ή πούπουλα) και ντυμένο εξωτερικά με ύφασμα που στηρίζει το κεφάλι κατά τον ύπνο
     συνώνυμα: προσκέφαλο
  2. (γενικότερα) οποιοδήποτε αντικείμενο με παρόμοια κατασκευή, π.χ. τα κινητά εξαρτήματα στους καναπέδες πάνω στα οποία καθόμαστε ή στηρίζουμε την πλάτη μας
  3. (μεταφορικά) κάτι που απορροφά κραδασμούς
  4. (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) οτιδήποτε στηρίζει κάτι άλλο

Συγγενικά[επεξεργασία]

ιδιωματικά:

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μαξιλάριν



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαξιλάρι ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]