πλάτη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλάτη οι πλάτες
      γενική της πλάτης των πλατών
    αιτιατική την πλάτη τις πλάτες
     κλητική πλάτη πλάτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλάτη < αρχαία ελληνική πλάται < πληθυντικός του πλάτη: πλατύ αντικείμενο[1]
Γυναικεία (αριστερά) και ανδρική (δεξιά) πλάτη.
Πλάτη γυναικείου μπουφάν.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpla.ti/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλάτη θηλυκό

  1. το πίσω μέρος του σώματος, από το λαιμό μέχρι το τέλος της σπονδυλικής στήλης
  2. (ειδικότερα) το μέρος του σώματος των σφαγμένων ζώων, το οποίο αντιστοιχεί στην ωμοπλάτη
  3. (συνεκδοχικά) το πίσω μέρος του ρούχου
  4. (συνεκδοχικά) το τμήμα επίπλου στο οποίο ακουμπάει η πλάτη όσων κάθονται
    → δείτε και τη λέξη ερεισίνωτο
  5. (ειδικότερα) το πίσω μέρος κάθε αντικειμένου, το οποίο το στηρίζει ή το ενισχύει
  6. το στενό τμήμα από το βιβλίο που ενώνει τα δύο καλύμματα των εξωφύλλων του
  7. (μεταφορικά) υποστήριξη ή προστασία σε πρόσωπο, κατά κανόνα επιλήψιμη ή παράνομη
    Ξέχνα την καταγγελία. Δεν θα γίνει τίποτα, διότι αυτή έχει πλάτες στην υπηρεσία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

πλάτη ουδέτερο

Αναφορές[επεξεργασία]