πλάτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλάτη | οι | πλάτες |
γενική | της | πλάτης | των | πλατών |
αιτιατική | την | πλάτη | τις | πλάτες |
κλητική | πλάτη | πλάτες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλάτη < αρχαία ελληνική πλατεῖα < πλατύς
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλάτη θηλυκό
- το πίσω μέρος του σώματος, από το λαιμό μέχρι το τέλος της σπονδυλικής στήλης
- (ειδικότερα) το μέρος του σώματος των σφαγμένων ζώων, το οποίο αντιστοιχεί στην ωμοπλάτη
- (συνεκδοχικά) το πίσω μέρος του ρούχου
- (γενικά) το πίσω μέρος κάθε αντικειμένου, το οποίο το στηρίζει ή το ενισχύει
- το στενό τμήμα από το βιβλίο που ενώνει τα δύο καλύμματα των εξωφύλλων του
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- βάζω πλάτη: συμμετέχω σε μια κοινή προσπάθεια και την υποστηρίζω ενεργά
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλάτη
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
πλάτη ουδέτερο
- πλάτος, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού