Μετάβαση στο περιεχόμενο

rug

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
rug rugs

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /rʌɡ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rug (en)

  1. χαλί που καλύπτει ένα μέρος του πατώματος
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη carpet
  2. (αργκό) περούκα
     συνώνυμα: toupee, wig



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /rɵx/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rug (nl)