εξώφυλλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εξώφυλλο | τα | εξώφυλλα |
γενική | του | εξώφυλλου & εξωφύλλου |
των | εξώφυλλων & εξωφύλλων |
αιτιατική | το | εξώφυλλο | τα | εξώφυλλα |
κλητική | εξώφυλλο | εξώφυλλα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξώφυλλο ουδέτερο
- το εξωτερικό φύλλο ενός βιβλίου, περιοδικού, τετραδίου
- το εξωτερικό φύλλο ενός παραθύρου
- (συνεκδοχικά) ό,τι αναγράφεται ή απεικονίζεται στο εξώφυλλο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] το εξωτερικό φύλλο συγγράμματος ή ό,τι εμφανίζεται σ' αυτό
το εξωτερικό φύλλο παραθύρου