Μετάβαση στο περιεχόμενο

εξώφυλλο

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξώφυλλο τα εξώφυλλα
      γενική του εξώφυλλου
& εξωφύλλου
των εξώφυλλων
& εξωφύλλων
    αιτιατική το εξώφυλλο τα εξώφυλλα
     κλητική εξώφυλλο εξώφυλλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξώφυλλο < έξω + φύλλον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εξώφυλλο ουδέτερο

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]