Μετάβαση στο περιεχόμενο

εσώφυλλο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εσώφυλλο τα εσώφυλλα
      γενική του εσώφυλλου
& εσωφύλλου
των εσώφυλλων
& εσωφύλλων
    αιτιατική το εσώφυλλο τα εσώφυλλα
     κλητική εσώφυλλο εσώφυλλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εσώφυλλο < συνδυασμός των εννοιών εσωτερικό και φύλλο (κατά το εξώφυλλο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εσώφυλλο ουδέτερο

  1. η εσωτερική σελίδα εξωφύλλου βιβλίου
  2. (βιβλιοδεσία) κόλλα χαρτιού διπλωμένη στα δύο (δημιουργώντας ένα τετρασέλιδο) η οποία κολλιέται στο σώμα του βιβλίου (μία μπροστά και μία πίσω) ώστε πάνω σε αυτήν να κολληθεί το κάλυμμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]