oreiller
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]oreiller (fr) αρσενικό (πληθυντικός oreillers)
- το μαξιλάρι, το προσκεφάλι, το προσκέφαλο
oreiller (fr) αρσενικό (πληθυντικός oreillers)