καναπές
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|---|
ονομαστική | καναπές | καναπέδες | |
γενική | καναπέ | καναπέδων | |
αιτιατική | καναπέ | καναπέδες | |
κλητική | καναπέ | καναπέδες | |
γε και καναπέως στη φράση Επί του καναπέως |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καναπές < γαλλική canapé < αρχαία γαλλικά conopé < μεσαιωνική λατινική canapeum / canopeum (κουνουπιέρα) < conopeum < αρχαία ελληνική κωνωπεών / κωνώπιον (αντιδάνειο) < κώνωψ (κουνούπι)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.na.ˈpɛs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καναπές αρσενικό
[επεξεργασία]
- καναπεδάκι
- → δείτε τη λέξη: κουνούπι