lectus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lectus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *legʰ- (κείμαι)· συγγενές με την αρχαία ελληνική λέξη λέχος
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lectus (la) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lectus | lectī |
γενική | lectī | lectōrum |
δοτική | lectō | lectīs |
αιτιατική | lectum | lectōs |
κλητική | lecte | lectī |
αφαιρετική | lectō | lectīs |