κώνωψ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κώνωψ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κώνωψ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κώνωψ αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο κώνωψ)

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κωνωπ-
ονομαστική κώνωψ οἱ κώνωπες
      γενική τοῦ κώνωπος τῶν κωνώπων
      δοτική τῷ κώνωπ τοῖς κώνωψ(ν)
    αιτιατική τὸν κώνωπ τοὺς κώνωπᾰς
     κλητική ! κώνωψ κώνωπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κώνωπε
γεν-δοτ τοῖν  κωνώποιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κώνωψ < αβέβαιης ετυμολογίας Οι ετυμολογικές προτάσεις περιλαμβάνουν
  1. δάνειο με (άμεσο δάνειο) σημιτικής προέλευσης αρχή από τα αιγυπτιακά με επίδραση του κῶνος[1]
  2. σύνδεση με το τοπωνύμιο Κάνωπος (πόλη της Αιγύπτου) (δείτε το υποκοριστικό κωνώπιον) [1]
  3. πιθανή σύνδεση του -ωπ- με προελληνική αρχή [2]
  4. (όχι πιθανό) σύνδεση με το ὤψ (ὄψ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κώνωψ αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 «κουνούπι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]