μαξιλλάριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαξιλλάριον < (άμεσο δάνειο) λατινική maxillaris (του σαγονιού) + -ιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαξιλλάριον ουδέτερο
- λογιότερη μορφή του μαξιλάριν
- άλλη γραφή: μαξιλάριον
Πηγές[επεξεργασία]
- μαξιλ(λ)άριον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)