σεντόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σεντόνι | τα | σεντόνια |
γενική | του | σεντονιού | των | σεντονιών |
αιτιατική | το | σεντόνι | τα | σεντόνια |
κλητική | σεντόνι | σεντόνια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεντόνι < μεσαιωνική ελληνική σεντόνι < ελληνιστική κοινή σινδόνιον < αρχαία ελληνική σινδών
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Η λατινική sindon θεωρείται δάνειο από την ελληνική
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεντόνι ουδέτερο
- ύφασμα με τέσσερις πλευρές και μεγάλες διαστάσεις, ποικίλων χρωμάτων και σχεδίων, που χρησιμοποιείται για το στρώσιμο του κρεβατιού ή για σκέπασμα με ή/και με κουβέρτα ή πάπλωμα
- (συνεκδοχικά) το κρεβάτι που έχει στρωθεί με σεντόνι
- (μεταφορικά) μεγάλου μήκους χαρτί για τυπογραφική χρήση, το οποίο τυλίγεται σε κύλινδρο
- (μεταφορικά) άρθρο ή, γενικότερα, δημοσίευμα με μεγάλη έκταση αλλά χωρίς ενδιαφέρον
- (μεταφορικά) μακροπερίοδος γραπτός λόγος χωρίς σημεία στίξης
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- απανωσέντονο
- ασπροσέντονο
- βρομοσέντο
- διπλοσέντονο
- κατωσέντονο
- λινοσέντονο
- μεταξωσέντονο
- μονοσέντονο
- νεκροσέντονο
- παλιοσέντονο
- πανωσέντονο
- σεντονόπανο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
σεντόνι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)