σεντόνι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σεντόνι | τα | σεντόνια |
γενική | του | σεντονιού | των | σεντονιών |
αιτιατική | το | σεντόνι | τα | σεντόνια |
κλητική | σεντόνι | σεντόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σεντόνι < μεσαιωνική ελληνική σεντόνι < ελληνιστική κοινή σινδόνιον < αρχαία ελληνική σινδών < σημιτικής προέλευσης [1] (πβ. εβραϊκά סדין (sadin)) ή < αρχαία αιγυπτιακή šnḏwt
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /senˈdo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐ντό‐νι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σεντόνι ουδέτερο
- ύφασμα με τέσσερις πλευρές και μεγάλες διαστάσεις, ποικίλων χρωμάτων και σχεδίων, που χρησιμοποιείται για το στρώσιμο του κρεβατιού ή για σκέπασμα με ή/και με κουβέρτα ή πάπλωμα
- (συνεκδοχικά) το κρεβάτι που έχει στρωθεί με σεντόνι
- (μεταφορικά) μεγάλου μήκους χαρτί για τυπογραφική χρήση, το οποίο τυλίγεται σε κύλινδρο
- (μεταφορικά) άρθρο ή, γενικότερα, δημοσίευμα με μεγάλη έκταση αλλά χωρίς ενδιαφέρον
- (μεταφορικά) μακροπερίοδος γραπτός λόγος χωρίς σημεία στίξης
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
σεντόνι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σεντόνι
- ↑ σινδών - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σημιτικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία αιγυπτιακά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)