κύλινδρος
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | κύλινδρος | κύλινδροι |
γενική | κυλίνδρου | κυλίνδρων |
αιτιατική | κύλινδρο | κυλίνδρους |
κλητική | κύλινδρε | κύλινδροι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κύλινδρος < αρχαία ελληνική κύλινδρος < κυλίνδω + -ρος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈci.lin.ðɾɔs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κύλινδρος αρσενικό
- (μαθηματικά) στερεό γεωμετρικό σώμα που αποτελείται από μια κυρτή επιφάνεια σε σχήμα σωλήνα και δύο ίσα και παράλληλα μεταξύ τους κυκλικά ή ελλειψοειδή επίπεδα που τέμνουν την κυρτή επιφάνεια
- (κατ’ επέκταση) η κυρτή επιφάνεια σε σχήμα σωλήνα του προηγούμενου σώματος
- (συνεκδοχικά) καθετί που μοιάζει με το προηγούμενο σώμα
- χειρόγραφο από πάπυρο ή περγαμηνή που, στην αρχαιότητα, ήταν τυλιγμένο γύρω από ένα κυλινδρικό ξύλο (αντίθετα με τους κώδικες)
- (μηχανολογία) οποιοδήποτε τμήμα μηχανής με σχήμα κυλίνδρου, μέσα στο οποίο ένα έμβολο εκτελεί παλινδρομική κίνηση.
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κύλινδρος αρσενικό
- πέτρα που χρησιμοποιούσαν για να ισιώνουν το δρόμο
- (γεωμετρία) κύλινδρος
- χειρόγραφο τυλιγμένο σε κύλινδρο