scroll
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
scroll (en)
- κύλινδρος χειρογράφου από πάπυρο ή περγαμηνή που (αρχαία ελληνική: κεφαλίς)
- διακοσμητικό σπείρωμα
- (πληροφορική) κύλιση, η μετακίνηση κειμένου ή γραφικών, οριζόντια ή κάθετα στην οθόνη του υπολογιστή
Ρήμα[επεξεργασία]
scroll (en)
- τυλίγω σε κύλινδρο
- (πληροφορική) κυλώ, κυλίω, κυλάω, μετακινώ προς τα πάνω ή προς τα κάτω μια σελίδα στην οθόνη του υπολογιστή για να δω ένα επόμενο τμήμα του περιεχομένου της
- → δείτε τη λέξη (πλήκτρο) Scroll Lock