scroll
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]scroll (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]scroll (en)
- τυλίγω σε κύλινδρο
- (πληροφορική) κυλώ, κυλίω, κυλάω, μετακινώ προς τα πάνω ή προς τα κάτω μια σελίδα στην οθόνη του υπολογιστή για να δω ένα επόμενο τμήμα του περιεχομένου της
- → δείτε τη λέξη (πλήκτρο) Scroll Lock
Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Scroll (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- Scrolls, εικόνες στα Wikimedia Commons