scrolling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Parallax scrolling

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

scrolling (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

scrolling (en)

  1. κύλιση
  2. (πληροφορική) κύλιση κειμένου ή γραφικών, οριζόντια ή κάθετα, στην οθόνη του υπολογιστή

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • scrolling στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια