ticket
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ticket | tickets |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ticket (en)
- το εισιτήριο
I went to the ticket office yesterday and got our tickets.
- Πήγα στο εκδοτήριο χθες και πήρα τα εισιτήριά μας.
- η κλήση, το έγγραφο για παράβαση
I got a ticket for a traffic violation.
- Πήρα κλήση για τροχαία παράβαση.
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ticket (fr) αρσενικό