Αυστραλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αυστραλία | οι | Αυστραλίες |
γενική | της | Αυστραλίας | των | Αυστραλιών |
αιτιατική | την | Αυστραλία | τις | Αυστραλίες |
κλητική | Αυστραλία | Αυστραλίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αυστραλία < αγγλική Australia < λατινική australis (νότιος)
- Το όνομα προέρχεται από τον 2ο αιώνα και τις ιστορίες για μια άγνωστη γη του Νότου (την terra australis incognita). Ο Άγγλος εξερευνητής Matthew Flinders την ονόμασε Terra Australis που έπειτα συντμήθηκε στη σημερινή ονομασία. Προηγούμενα, οι Ολλανδοί, όταν είχαν εξερευνήσει την Ωκεανία, είχαν δώσει στο νησί το όνομα Nova Hollandicus, δηλαδή Νέα Ολλανδία.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /af.stɾa.'li.a/
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αυστραλία θηλυκό
- γιγαντιαίο νησί (διαστάσεων ηπείρου) στα νοτιοδυτικά του Ειρηνικού και στα ανατολικά του Ινδικού ωκεανού
- κράτος της Ωκεανίας που βρίσκεται στο ομώνυμο νησί με πρωτεύουσα την Καμπέρα, επίσημη γλώσσα τα αγγλικά και νόμισμα το δολλάριο Αυστραλίας
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χώρα της Ωκεανίας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού (νέα ελληνικά)
- Νησιά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια του Ειρηνικού Ωκεανού (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Χώρες της Ωκεανίας (νέα ελληνικά)
- Χώρες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ωκεανίας (νέα ελληνικά)