Μετάβαση στο περιεχόμενο

backup

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: back-up

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

backup (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η εφεδρεία, εφεδρικός
      The troupe has several stand-in actors for backup.
    Ο θίασος διαθέτει αρκετούς αναπληρωματικούς ηθοποιούς για εφεδρεία.
      backup generator - εφεδρική γεννήτρια
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη reserve
  2. (πληροφορική) το αντίγραφο ασφαλείας, για αρχείο ή συνήθως για σύνολο αρχείων υπολογιστή
    δείτε επίσης: backup στην αγγλική Βικιπαίδεια

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]