snapshot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

snapshot < snap + shot

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
snapshot snapshots

snapshot (en)

  1. εικόνα, φωτογραφία
  2. στιγμιότυπο
  3. (πληροφορική) στιγμιότυπο συστήματος / μνήμης / αρχείων

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • (πληροφορική): backup
  • snapshot στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια