snapshot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
snapshot | snapshots |
snapshot (en)
- εικόνα, φωτογραφία
- στιγμιότυπο
- (πληροφορική) στιγμιότυπο συστήματος / μνήμης / αρχείων
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- (πληροφορική): backup
- snapshot στην αγγλική Βικιπαίδεια