snap

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

snap (en)

  1. σπάω απότομα κάνοντας ήχο
  2. στρακάρω, κάνω στράκα, σχίζω τον αέρα με συριμό ο οποίος - κατά την κρούση σε επιφάνεια - διακόπτεται από σύντομο κρότο
  3. αρπάζω με τα δόντια, δαγκώνω, τσιμπώ
  4. τα παίρνω στο κρανίο, ξεσπώ νευρωτικά και θυμωμένα, παίρνω ανάποδες, έχω κρίση εκνευρισμού

Δείτε επίσης[επεξεργασία]