πισωγυρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πισωγυρίζω < πίσω, πισω- + γυρίζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pi.so.ʝiˈɾi.zo/

πισωγυρίζω, αόρ.: πισωγύρισα, χωρίς παθητικούς τύπους

  1. γυρίζω προς τα πίσω
  2. (μεταφορικά) (μεταβατικό) (αμετάβατο) εμποδίζομαι να προχωρήσω ή εμποδίζω την πρόοδο, την απρόσκοπτη εξέλιξη με καθυστερήσεις και επιστροφή στα παλιά

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]