Μετάβαση στο περιεχόμενο

πισωδρομώ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πισωδρομώ < πίσω + δρόμος +

πισωδρομώ

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]