terug

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

terug (nl)

  • πίσω (με την έννοια « γυρίζω πίσω »)