rotate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | rotate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rotates |
αόριστος | rotated |
παθητική μετοχή | rotated |
ενεργητική μετοχή | rotating |
Ρήμα
[επεξεργασία]rotate (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στρέφω, κινούμαι ή κινώ κάτι γύρω από ένα κεντρικό σημείο
- (μεταβατικό και αμετάβατο) περιέρχομαι εκ περιτροπής
- ↪ The office of the chairman rotates among all the permanent members.
- Η προεδρία περιέρχεται εκ περιτροπής σε όλα τα μόνιμα μέλη.
- ↪ The office of the chairman rotates among all the permanent members.
Πηγές
[επεξεργασία]- rotate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 691, 825. ISBN 9780194325684., λήμμα: περιτροπή, στρέφω