turn against

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας turn against
γ΄ ενικό ενεστώτα turns against
αόριστος turned against
παθητική μετοχή turned against
ενεργητική μετοχή turning against

Ετυμολογία [επεξεργασία]

turn against < → δείτε τις λέξεις turn και against

Ρήμα[επεξεργασία]

turn against (en)

  • γυρίζω εναντίον, στρέφω εναντίον, σταματώ ή κάνω κάποιον να σταματήσει να είναι φιλικός με κάποιον
    Later on he turned against me.
    Αργότερα γύρισε εναντίον μου
    They all turned against me.
    Όλοι στράφηκαν εναντίον μου.
    Public opinion started turning against him.
    Η κοινή γνώμη άρχισε να στρέφεται εναντίον του.
     συνώνυμα: turn on

Πηγές[επεξεργασία]