turn on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | turn on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | turns on |
αόριστος | turned on |
παθητική μετοχή | turned on |
ενεργητική μετοχή | turning on |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]turn on (en)
- γυρίζω εναντίον, στρέφομαι εναντίον, επιτίθεμαι σε κάποιον ξαφνικά και απροσδόκητα
- ↪ Later on he turned on me.
- Αργότερα γύρισε εναντίον μου.
- ↪ Everyone turned on me.
- Όλοι στράφηκαν εναντίον μου.
- ≈ συνώνυμα: turn against
- ↪ Later on he turned on me.
- ανάβω, ανοίγω, ενεργοποιώ, ανάβω ηλεκτρική συσκευή
Πηγές
[επεξεργασία]- turn on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 42, 203, 825. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανάβω, γυρίζω, στρέφω