turn over to

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας turn over to
γ΄ ενικό ενεστώτα turns over to
αόριστος turned over to
παθητική μετοχή turned over to
ενεργητική μετοχή turning over to

Ετυμολογία [επεξεργασία]

turn over to < → δείτε τις λέξεις turn, over και to

Ρήμα[επεξεργασία]

turn over to (en)

  • παραδίδω σε, παραδίδω κάποιον στον έλεγχο ή τη φροντίδα κάποιου άλλου, ειδικά σε κάποιον που έχει εξουσία
    They arrested him and turned him over to the police.
    Τον συνέλαβαν και τον παρέδωσαν στην αστυνομία.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]