Μετάβαση στο περιεχόμενο

hand over

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας hand over
γ΄ ενικό ενεστώτα hands over
αόριστος handed over
παθητική μετοχή handed over
ενεργητική μετοχή handing over

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hand over <  δείτε τις λέξεις hand και over

hand over (en)

  • παραδίδω, δίνω κάτι ή κάποιον επίσημα σε άλλο πρόσωπο
      They arrested him and handed him over to the police.
    Τον συνέλαβαν και τον παρέδωσαν στην αστυνομία.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη turn over to