μετατρέπομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μετατρέπομαι
- παθητική φωνή του ρήματος μετατρέπω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετατρέπομαι | μετατρεπόμουν(α) | θα μετατρέπομαι | να μετατρέπομαι | ||
β' ενικ. | μετατρέπεσαι | μετατρεπόσουν(α) | θα μετατρέπεσαι | να μετατρέπεσαι | μετατρέπου | |
γ' ενικ. | μετατρέπεται | μετατρεπόταν(ε) | θα μετατρέπεται | να μετατρέπεται | ||
α' πληθ. | μετατρεπόμαστε | μετατρεπόμαστε μετατρεπόμασταν |
θα μετατρεπόμαστε | να μετατρεπόμαστε | ||
β' πληθ. | μετατρέπεστε | μετατρεπόσαστε μετατρεπόσασταν |
θα μετατρέπεστε | να μετατρέπεστε | μετατρέπεστε | |
γ' πληθ. | μετατρέπονται | μετατρέπονταν μετατρεπόντουσαν |
θα μετατρέπονται | να μετατρέπονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετατράπηκα | θα μετατραπώ | να μετατραπώ | μετατραπεί | ||
β' ενικ. | μετατράπηκες | θα μετατραπείς | να μετατραπείς | μετατρέψου | ||
γ' ενικ. | μετατράπηκε | θα μετατραπεί | να μετατραπεί | |||
α' πληθ. | μετατραπήκαμε | θα μετατραπούμε | να μετατραπούμε | |||
β' πληθ. | μετατραπήκατε | θα μετατραπείτε | να μετατραπείτε | μετατραπείτε | ||
γ' πληθ. | μετατράπηκαν μετατραπήκαν(ε) |
θα μετατραπούν(ε) | να μετατραπούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μετατραπεί | είχα μετατραπεί | θα έχω μετατραπεί | να έχω μετατραπεί | ||
β' ενικ. | έχεις μετατραπεί | είχες μετατραπεί | θα έχεις μετατραπεί | να έχεις μετατραπεί | ||
γ' ενικ. | έχει μετατραπεί | είχε μετατραπεί | θα έχει μετατραπεί | να έχει μετατραπεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μετατραπεί | είχαμε μετατραπεί | θα έχουμε μετατραπεί | να έχουμε μετατραπεί | ||
β' πληθ. | έχετε μετατραπεί | είχατε μετατραπεί | θα έχετε μετατραπεί | να έχετε μετατραπεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μετατραπεί | είχαν μετατραπεί | θα έχουν μετατραπεί | να έχουν μετατραπεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετατρέπομαι