turn to

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας turn to
γ΄ ενικό ενεστώτα turns to
αόριστος turned to
παθητική μετοχή turned to
ενεργητική μετοχή turning to

Ετυμολογία [επεξεργασία]

turn to < → δείτε τις λέξεις turn και to

Ρήμα[επεξεργασία]

turn to (en)

  • στρέφομαι, πηγαίνω σε κάποιον ή κάτι για βοήθεια, συμβουλές κτλ.
    Who do I turn to for help?
    Σε ποιον να στραφώ για βοήθεια;

Πηγές[επεξεργασία]