go around with

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας go around with
γ΄ ενικό ενεστώτα goes around with
αόριστος went around with
παθητική μετοχή gone around with
ενεργητική μετοχή going around with

Ετυμολογία [επεξεργασία]

go around with < → δείτε τις λέξεις go, around και with

Ρήμα[επεξεργασία]

go around with (en)

  • γυρίζω με, τριγυρίζω με, περνάω χρόνο με κάποιον, ειδικά σε διαφορετικά μέρη
    He’s going around with a French girl.
    Γυρίζει με/Τριγυρίζει με μια Γαλλιδούλα.
    She going around with a married man.
    Γυρίζει μ' ένα παντρεμένο.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]