Μετάβαση στο περιεχόμενο

go up

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας go up
γ΄ ενικό ενεστώτα goes up
αόριστος went up
παθητική μετοχή gone up
ενεργητική μετοχή going up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
go up <  δείτε τις λέξεις go και up

go up (en)

  • ανεβαίνω, αυξάνομαι
      The price of oil went up again.
    Το πετρέλαιο ανέβηκε πάλι.
      Salaries/prices will go up by 10%.
    Οι μισθοί/τιμές θα αυξηθούν κατά 10%.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη increase