belong
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | belong |
γ΄ ενικό ενεστώτα | belongs |
αόριστος | belonged |
παθητική μετοχή | belonged |
ενεργητική μετοχή | belonging |
Ρήμα[επεξεργασία]
belong (en)
επιλογή κατάλληλων προθέσεων[επεξεργασία]
- belong to (sb [somebody] / sth [something]): ανήκω σε (κπ [κάποιον] / κτ [κάτι]), υπάγομαι σε
Πηγές[επεξεργασία]
- belong - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 699-700. ISBN 9780194325684., λήμμα: πηγαίνω