Μετάβαση στο περιεχόμενο

belong

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας belong
γ΄ ενικό ενεστώτα belongs
αόριστος belonged
παθητική μετοχή belonged
ενεργητική μετοχή belonging

belong (en)

  1. ανήκω
  2. (αμετάβατο) ανήκω, υπάγομαι, πηγαίνω, κάτι είναι στη θέση του
      In which category does this belong?
    Σε ποια κατηγορία υπάγεται αυτό;
      Where does this chair belong?
    Που πάει αυτή η καρέκλα;
     συνώνυμα: go

Παράγωγα

[επεξεργασία]