belong to
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | belong to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | belongs to |
αόριστος | belonged to |
παθητική μετοχή | belonged to |
ενεργητική μετοχή | belonging to |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
belong to (en)
- ανήκω σε, υπάγομαι σε, είμαι μέρος μιας συγκεκριμένης ομάδας, τύπου ή συστήματος
- ↪ He belongs to the top income bracket.
- Ανήκει στην ανώτατη εισοδηματική τάξη.
- ↪ Which category does this belong to?
- Σε ποια κατηγορία υπάγεται αυτό;
- ↪ He belongs to the top income bracket.