go too far
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
go too far (en)
- (ιδιωματισμός) προχωρώ πολύ, συμπεριφέρομαι με έναν ακραίο τρόπο που δεν είναι αποδεκτός
- ↪ Don’t you think you’ve gone too far?
- Δε νομίζεις ότι πολύ προχώρησες;
- ↪ Don’t you think you’ve gone too far?