go and
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]go and (en)
- (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) πηγαίνω και/να, χρησιμοποιείται για να εκφράσει την αποδοκιμασία με μια ενέργεια
- ⮡ He went and got married.
- Πήγε και παντρεύτηκε.
- ⮡ Don’t go and worry for no reason.
- Πας και στενοχωριέσαι χωρίς λόγο.
- ⮡ Who went and said it to him?
- Ποιος πήγε και του το είπε;
- ⮡ Why are you going and telling him my secrets?
- Γιατί να πας να του πεις τα μυστικά μου;
- ⮡ He went and got married.
Πηγές
[επεξεργασία]- go (idioms): go and do something - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 699-700. ISBN 9780194325684., λήμμα: πηγαίνω