match
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
match (en)
- σπίρτο ή πυρείον
- αγώνας (αθλητικός), ματς
- ταίρι
- γάμος
- προσαρμογή
- αντιπαραβολή, αντιστοίχιση
- ↪ exact match - ακριβής αντιστοίχιση
Ρήμα[επεξεργασία]
match (en)
- ταιριάζω, συνταιριάζω
- μάχομαι, πολεμώ
- ανταγωνίζομαι επάξια, με αξιώσεις
- προσαρμόζω
- αντιπαραβάλλω, αντιστοιχώ
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
match (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
match | matchs |
match (fr) αρσενικό
- (αθλητισμός) αγώνας, ματς, παιχνίδι
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Ο πληθυντικός της παραδοσιακής ορθογραφίας ήταν (και είναι): matches.