συναγωνίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συναγωνίζομαι < αρχαία ελληνική συναγωνίζομαι < σύν + ἀγωνίζομαι < ἀγών

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /si.na.ɣoˈni.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐να‐γω‐νί‐ζο‐μαι
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐α‐γω‐νί‐ζο‐μαι

συναγωνίζομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. αγωνίζομαι σε κοινό αγώνισμα με κάποιον άλλον ή αγωνίζομαι από κοινού με κάποιον άλλο για μια ιδέα ή ένα στόχο
    ※  κανείς δε γίνεται πραγματικά σπουδαίος αν δεν έχει απέναντι κάποιον ισάξιό του να μην τον αφήνει να επαναπαύεται στις δάφνες του, να τον συναγωνίζεται στην κούρσα για την τελειότητα.
    Λένα Διβάνη, Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας, εκδόσεις: Πατάκη, Αθήνα 2023, 13η έκδοση. ISBN 978-960-16-8603-5, (αρχική έκδοση 2019).
  2. ανταγωνίζομαι με την ευγενέστερη έννοια της άμιλλας και όχι με την σκληρή έννοια της αντιπαλότητας
    οι αθλητές θα συναγωνιστούν στο τρέξιμο, για μια θέση στο πόντιουμ
  3. έχω κοινές ιδιότητες ή χαρακτηριστικά, είμαι στο ίδιο επίπεδο
    οι δύο αδερφές συναγωνίζονται σε χάρη η μία την άλλη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]