compete
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | compete |
γ΄ ενικό ενεστώτα | competes |
αόριστος | competed |
παθητική μετοχή | competed |
ενεργητική μετοχή | competing |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]compete (en)
- (αμετάβατο) διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, παίρνω μέρος σε διαγωνισμό ή παιχνίδι
- (αμετάβατο) ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, προσπαθώ να είμαι πιο επιτυχημένος ή καλύτερος από κάποιον άλλο που προσπαθεί να κάνει το ίδιο με εμένα
- ↪ They are competing with other countries in trade.
- Ανταγωνίζονται άλλες χώρες στο εμπόριο.
- ↪ We can’t compete with them.
- Δεν μπορούμε να τους ανταγωνιστούμε.
- ↪ Nothing can compete with the train for comfort/with soccer for excitement.
- Τίποτα δε συναγωνίζεται το τρένο σε άνεση/το ποδόσφαιρο σε συγκινήσεις.
- ↪ They are competing with other countries in trade.
Πηγές
[επεξεργασία]- compete - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 73, 217, 841. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανταγωνίζομαι, διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι