rival
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rival (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
rival (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rival | rivaux |
θηλυκό | rivale | rivales |
rival (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rival | rivaux |
θηλυκό | rivale | rivales |
rival (fr)
- ο ανταγωνιστής, ο αντίπαλος