παραβάλλομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραβάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος παραβάλλω

παραβάλλομαι

  1. συγκρίνομαι, παραλληλίζομαι
    "Δε δέχομαι να παραβάλλομαι με τον Παύλο, αυτός είναι αγενής και αμόρφωτος!"


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]