παραβάλλομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραβάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος παραβάλλω
Ρήμα
[επεξεργασία]παραβάλλομαι
- συγκρίνομαι, παραλληλίζομαι
- "Δε δέχομαι να παραβάλλομαι με τον Παύλο, αυτός είναι αγενής και αμόρφωτος!"