παράβολο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παράβολο | τα | παράβολα |
γενική | του | παράβολου & παραβόλου |
των | παράβολων & παραβόλων |
αιτιατική | το | παράβολο | τα | παράβολα |
κλητική | παράβολο | παράβολα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παράβολο < αρχαία ελληνική παράβολον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παράβολο ουδέτερο
- το χρηματικό ποσό που πληρώνει ένας πολίτης προς το δημόσιο ώστε να μπορεί να ζητήσει από αυτό την έκδοση ενός εγγράφου ή να ασκήσει κάποιο άλλο δικαίωμά του
- το έντυπο που αποδεικνύει την καταβολή αυτού του ποσού και το οποίο πρέπει να κατατεθεί μαζί με άλλα δικαιολογητικά