equal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | equal |
συγκριτικός | more equal |
υπερθετικός | most equal |
equal (en)
- ίσος
- ↪ equal pay for equal work - ίση πληρωμή για ίση δουλειά
- ↪ They are equal in strength.
- Είναι ίσιοι στη δύναμη.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
equal | equals |
equal (en)
- ίσος
- ↪ He is my equal in speed.
- Είναι ίσος με μένα στην ταχύτητα.
- ↪ He is my equal in speed.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | equal |
γ΄ ενικό ενεστώτα | equals |
αόριστος | equalled (ΗΒ), equaled (ΗΠΑ) |
παθητική μετοχή | equalled (ΗΒ), equaled (ΗΠΑ) |
ενεργητική μετοχή | equalling (ΗΒ), equaling (ΗΠΑ) |
equal (en)
- είμαι ίσος, ισούμαι
- ↪ three plus two equals five - τρία και δύο ισούται με πέντε
- συναγωνίζομαι, είμαι τόσο καλός όσο κάτι άλλο ή κάνω κάτι στο ίδιο επίπεδο με κάποιον άλλο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- equal (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- equal (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- equal (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 389. ISBN 9780194325684., λήμμα: ίσος