equal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | equal |
συγκριτικός | more equal |
υπερθετικός | most equal |
equal (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
equal | equals |
equal (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | equal |
γ΄ ενικό ενεστώτα | equals |
αόριστος | equalled, euqaled |
παθητική μετοχή | equalled, equaled |
ενεργητική μετοχή | equalling |
Διπλασιασμός του < ll > (βρετανικό). Με ένα < l > (αμερικανικό) |
equal (en)
- είμαι ίσος
- three plus two equals five - τρία και δύο ισούται με πέντε