equally

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός equally
συγκριτικός more equally
υπερθετικός most equally

Ετυμολογία [επεξεργασία]

equally < equal + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

equally (en)

  • εξίσου, ίσα
    I share something equally.
    Μοιράζω κάτι στα ίσα.

Πηγές[επεξεργασία]