coordinate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]coordinate (en) και co-ordinate
- συντονίζω
- συνταιριάζω (κυρίως ρούχα μεταξύ τους)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]coordinate (en) και co-ordinate
- συντεταγμένη
- υπώνυμα κοινού υπερώνυμου, ιεραρχικώς ισότιμες ομόλογες μα μη συνώνυμες λέξεις, ισώνυμα (βλέπε coordinate terms[1])