coordinate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

coordinate (en) και co-ordinate

  1. συντονίζω
  2. συνταιριάζω (κυρίως ρούχα μεταξύ τους)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

coordinate (en) και co-ordinate

  • συντεταγμένη
  • υπώνυμα κοινού υπερώνυμου, ιεραρχικώς ισότιμες ομόλογες μα μη συνώνυμες λέξεις, ισώνυμα (βλέπε coordinate terms[1])