συντονίζω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συντονίζω < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική syntoniser < αρχαία ελληνική σύντονος < σύν + τόνος < τείνω
Ρήμα
[επεξεργασία]συντονίζω (παθητική φωνή: συντονίζομαι)
- οργανώνω τις προσπάθειες ή ενέργειες ποικίλων φορέων ή ατόμων, ώστε να επιτευχθεί κάποιος σκοπός
- διευθύνω, κατευθύνω
- ※ Οι προϊστάμενοι των Τμημάτων διευθύνουν, εποπτεύουν, ελέγχουν και συντονίζουν τις εργασίες του Τμήματος τους και παρέχουν τις αναγκαίες προς τούτο εντολές και οδηγίες στο προσωπικό (Εθνικός Μηχανισμός Διαχείρισης Κρίσεων και Αντιμετώπισης Κινδύνων, Αναδιάρθρωση της ΓΓΠΠ, Αναβάθμιση Εθελοντισμού Πολιτικής Προστασίας, Αναδιοργάνωση του Πυροσβεστικού Σώματος και άλλες διατάξεις, Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων, )
- (μουσική) κάνω τα όργανα ή τις φωνές να συμφωνούν στον ίδιο τόνο (και ρυθμό)
- (φυσική) εναρμονίζω συχνότητες
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συντονίζω | συντόνιζα | θα συντονίζω | να συντονίζω | συντονίζοντας | |
β' ενικ. | συντονίζεις | συντόνιζες | θα συντονίζεις | να συντονίζεις | συντόνιζε | |
γ' ενικ. | συντονίζει | συντόνιζε | θα συντονίζει | να συντονίζει | ||
α' πληθ. | συντονίζουμε | συντονίζαμε | θα συντονίζουμε | να συντονίζουμε | ||
β' πληθ. | συντονίζετε | συντονίζατε | θα συντονίζετε | να συντονίζετε | συντονίζετε | |
γ' πληθ. | συντονίζουν(ε) | συντόνιζαν συντονίζαν(ε) |
θα συντονίζουν(ε) | να συντονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συντόνισα | θα συντονίσω | να συντονίσω | συντονίσει | ||
β' ενικ. | συντόνισες | θα συντονίσεις | να συντονίσεις | συντόνισε | ||
γ' ενικ. | συντόνισε | θα συντονίσει | να συντονίσει | |||
α' πληθ. | συντονίσαμε | θα συντονίσουμε | να συντονίσουμε | |||
β' πληθ. | συντονίσατε | θα συντονίσετε | να συντονίσετε | συντονίστε | ||
γ' πληθ. | συντόνισαν συντονίσαν(ε) |
θα συντονίσουν(ε) | να συντονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συντονίσει | είχα συντονίσει | θα έχω συντονίσει | να έχω συντονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις συντονίσει | είχες συντονίσει | θα έχεις συντονίσει | να έχεις συντονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει συντονίσει | είχε συντονίσει | θα έχει συντονίσει | να έχει συντονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συντονίσει | είχαμε συντονίσει | θα έχουμε συντονίσει | να έχουμε συντονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε συντονίσει | είχατε συντονίσει | θα έχετε συντονίσει | να έχετε συντονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συντονίσει | είχαν συντονίσει | θα έχουν συντονίσει | να έχουν συντονίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)