συντονίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συντονίζω < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική syntoniser < αρχαία ελληνική σύντονος < σύν + τόνος < τείνω

Ρήμα[επεξεργασία]

συντονίζω (παθητική φωνή: συντονίζομαι)

  1. οργανώνω τις προσπάθειες ή ενέργειες ποικίλων φορέων ή ατόμων, ώστε να επιτευχθεί κάποιος σκοπός
  2. διευθύνω, κατευθύνω
  3. (μουσική) κάνω τα όργανα ή τις φωνές να συμφωνούν στον ίδιο τόνο (και ρυθμό
  4. (φυσική) εναρμονίζω συχνότητες

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]