αποσυντονισμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποσυντονισμός < αποσυντονίζω + -μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποσυντονισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποσυντονίζω
αποσυντονισμός αρσενικό