αποσυντονίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσυντονίζω < απο- + συντονίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποσυντονίζω (παθητική φωνή: αποσυντονίζομαι)

  1. κάνω (κάποιον/κάτι) να μην μπορεί να λειτουργήσει σωστά
  2. χαλάω ή διαταράσσω τον όποιο συντονισμό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]