διευθύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διευθύνω < ελληνιστική κοινή διευθύνω
Ρήμα[επεξεργασία]
διευθύνω
- διοικώ, ασκώ την διεύθυνση, κουμαντάρω
- κατευθύνω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διευθύνω | διεύθυνα | θα διευθύνω | να διευθύνω | διευθύνοντας | |
β' ενικ. | διευθύνεις | διεύθυνες | θα διευθύνεις | να διευθύνεις | διεύθυνε | |
γ' ενικ. | διευθύνει | διεύθυνε | θα διευθύνει | να διευθύνει | ||
α' πληθ. | διευθύνουμε | διευθύναμε | θα διευθύνουμε | να διευθύνουμε | ||
β' πληθ. | διευθύνετε | διευθύνατε | θα διευθύνετε | να διευθύνετε | διευθύνετε | |
γ' πληθ. | διευθύνουν(ε) | διεύθυναν διευθύναν(ε) |
θα διευθύνουν(ε) | να διευθύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διεύθυνα | θα διευθύνω | να διευθύνω | διευθύνει | ||
β' ενικ. | διεύθυνες | θα διευθύνεις | να διευθύνεις | διεύθυνε | ||
γ' ενικ. | διεύθυνε | θα διευθύνει | να διευθύνει | |||
α' πληθ. | διευθύναμε | θα διευθύνουμε | να διευθύνουμε | |||
β' πληθ. | διευθύνατε | θα διευθύνετε | να διευθύνετε | διευθύντε | ||
γ' πληθ. | διεύθυναν διευθύναν(ε) |
θα διευθύνουν(ε) | να διευθύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διευθύνει | είχα διευθύνει | θα έχω διευθύνει | να έχω διευθύνει | ||
β' ενικ. | έχεις διευθύνει | είχες διευθύνει | θα έχεις διευθύνει | να έχεις διευθύνει | ||
γ' ενικ. | έχει διευθύνει | είχε διευθύνει | θα έχει διευθύνει | να έχει διευθύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε διευθύνει | είχαμε διευθύνει | θα έχουμε διευθύνει | να έχουμε διευθύνει | ||
β' πληθ. | έχετε διευθύνει | είχατε διευθύνει | θα έχετε διευθύνει | να έχετε διευθύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν διευθύνει | είχαν διευθύνει | θα έχουν διευθύνει | να έχουν διευθύνει |
|
ο παρατατικός και ο αόριστος έχουν και τύπο διηύθυνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατευθύνω
→ δείτε τη λέξη κατευθύνω |
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
διευθύνω
- διορθώνω, βάζω σε σωστή θέση