manage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας manage
γ΄ ενικό ενεστώτα manages
αόριστος managed
παθητική μετοχή managed
ενεργητική μετοχή managing

Ετυμολογία [επεξεργασία]

manage < παλαιά γαλλική manege < πιθανόν παλαιοϊταλική maneggiare < mano < ρίζα man- λατινική manus < πρωτοϊταλική *manus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂-r̥- / *mh₂-én-

Ρήμα[επεξεργασία]

manage (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) διαχειρίζομαι, διευθύνω, ελέγχω ή είμαι υπεύθυνος για μια επιχείρηση, μια ομάδα, έναν οργανισμό, γη κτλ.
    Her father manages the company.
    Ο πατέρας της διαχειρίζεται την εταιρεία.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) καταφέρνω, βολεύω, πετυχαίνω να κάνω κάτι, ειδικά κάτι δύσκολο
    Despite the difficulties, he managed to win the game.
    Παρά τις δυσκολίες, κατάφερε να νικήσει τον αγώνα.
    She managed to not spill her coffee.
    Τα κατάφερε να μη χύσει τον καφέ της.
    It is heavy but I can manage it.
    Είναι βαρύ αλλά θα το βολέψω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη accomplish
  3. (αμετάβατο) αντεπεξέρχομαι, μπορώ να αντιμετωπίσω μια δύσκολη κατάσταση, πρόβλημα κτλ.
    I will manage somehow.
    Κάπως θ' αντεπεξέλθω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cope
  4. (αμετάβατο) τα βολεύω, μπορώ να ζήσω ή να επιβιώσω χωρίς να έχω πολλά χρήματα, υποστήριξη, ύπνο κτλ.
    We only have my salary but we manage.
    Το μισθό μου έχουμε μόνο αλλά τα βολεύουμε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη get by
  5. (μεταβατικό) χρησιμοποιώ χρήματα, χρόνο, πληροφορίες κτλ. με λογικό τρόπο
    They manage their money/time wisely.
    Χρησιμοποιούν φρόνιμα τα λεφτά τους/το χρόνο τους.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]