manage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | manage |
γ΄ ενικό ενεστώτα | manages |
αόριστος | managed |
παθητική μετοχή | managed |
ενεργητική μετοχή | managing |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- manage < παλαιά γαλλική manege < πιθανόν παλαιοϊταλική maneggiare < mano < ρίζα man- λατινική manus < πρωτοϊταλική *manus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂-r̥- / *mh₂-én-
Ρήμα[επεξεργασία]
manage (en)
- διαχειρίζομαι, διευθύνω
- ↪ Her father manages the company.
- Ο πατέρας της διαχειρίζεται την εταιρεία.
- ↪ Her father manages the company.
- αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω
- ↪ Despite the difficulties, he managed to win the game.
- Παρά τις δυσκολίες, κατάφερε να νικήσει τον αγώνα.
- ↪ Despite the difficulties, he managed to win the game.
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- manage - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.