manus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

manus < πρωτοϊταλική *manus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂-r̥- / *mh₂-én-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

manus (la) θηλυκό

  1. χέρι
  2. γραφή (με το χέρι)
  3. (μεταφορικά) γενναιότητα, ανδρεία
  4. (μεταφορικά) πυγμή, δύναμη
  5. πλευρά, μεριά
  6. πέλμα (ζώου)
  7. κλαδί δέντρου
  8. (ναυτικός όρος) γάντζος
  9. ομάδα, κλιμάκιο (ιδίως στρατιωτών), πλήθος
  10. χειρωνακτική εργασία
  11. (νομικός όρος) ανδρική εξουσία (πάνω στα υπόλοιπα μέλη μιας οικογένειας)
  12. (νομικός όρος) σύλληψη
manus

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

εκφράσεις[επεξεργασία]

  • «manus manum lavat» <, χείρ την χείρα νίπτει
  • «sub manus succedo», καλώς αποβαίνω
  • «per manibus trado» παράδοση στο χέρι νομ.όρος
  • «manus ferrai» σιδηρές χείρες, αρπάγαι ή frena lapata

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική manus manūs
γενική manūs manuum
δοτική manuī manibus
αιτιατική manum manūs
κλητική manus manūs
αφαιρετική manū manibus
(δ' κλίση)