manus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- manus < πρωτοϊταλική *manus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂-r̥- / *mh₂-én-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
manus (la) θηλυκό
- χέρι
- γραφή (με το χέρι)
- (μεταφορικά) γενναιότητα, ανδρεία
- (μεταφορικά) πυγμή, δύναμη
- πλευρά, μεριά
- πέλμα (ζώου)
- κλαδί δέντρου
- (ναυτικός όρος) γάντζος
- ομάδα, κλιμάκιο (ιδίως στρατιωτών), πλήθος
- χειρωνακτική εργασία
- (νομικός όρος) ανδρική εξουσία (πάνω στα υπόλοιπα μέλη μιας οικογένειας)
- (νομικός όρος) σύλληψη

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- manus factus: πεποιημένο (κατασκευασμένο) με το χέρι, χειρόγραφο
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
εκφράσεις[επεξεργασία]
- «manus manum lavat» <, χείρ την χείρα νίπτει
- «sub manus succedo», καλώς αποβαίνω
- «per manibus trado» παράδοση στο χέρι νομ.όρος
- «manus ferrai» σιδηρές χείρες, αρπάγαι ή frena lapata
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manus | manūs |
γενική | manūs | manuum |
δοτική | manuī | manibus |
αιτιατική | manum | manūs |
κλητική | manus | manūs |
αφαιρετική | manū | manibus |